Forest's Nymph (Greek Language) Petros Laios

Η νύμφη του δάσους είναι μια ρομαντική και νατουραλιστική ποιητική συλλογή

Πέτρος Λάιος

5/8/20241 min read

«~ Δεν έχουμε χτίσει στους καιρούς /μνημεία βασιλιάδων / ούτε μνημεία αυτοκρατόρων. Εμείς οι αρχαίοι κι αι απλοί/ σηκώσαμε κάτι το δικό μας: σηκώσαμε όρθιο μόνο τον εαυτό μας»

Ποιητής Σπυρίδων Λάιος (Θείος του Ποιητή)

Αφιερωμένο στις γυναίκες της ζωής μου

Κείμενο Εισαγωγής

Λοκρίδα

Λοκρίδα, ο εκκωφαντικός ήχος των τζιτζικιών κυριαρχεί ηχητικά στην ατμόσφαιρα που διακατέχεται από το γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού και από το πράσινο των δέντρων, ένα απαλό αεράκι δίνει μία αργή κίνηση στα φύλα που κινούνται ρυθμικά. Η χθεσινή βροχή έχει ζωγραφίσει το χώμα και έχει χαράξει την άμμο με τέτοια τελειότητα που θα ζήλευε κάθε καλλιτέχνης. Οι λευκές πεταλούδες που πετούν σε μικρές ομάδες πάνω από το γρασίδι προσθέτουν την δικιά τους πινελιά στον αριστοτεχνικά φτιαγμένο πίνακα που αποκαλούμε Λοκρική φύση.

Μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον κανόνα στον εκκωφαντικό ήχο των τζιτζικιών που παρά την ένταση του κρύβει μια λεπτότητα που χαϊδεύει το ανθρώπινο αυτί ή στην γαλάζια θάλασσα που ενώ είναι απλά αλμυρό νερό μας παρέχει ένα εξαίσιο θέαμα. Μήτε κρύβεται ο κανόνας στην άμμο όπου ψάχνοντας μπορείς να βρεις άπειρους κόκκους, μικρά ζωύφια που αποτελούνται από ακόμα μικρότερα όργανα σε τέλεια αρμονία και αν σκάψεις αλμυρό νερό; Δεν κρύβεται ο κανόνας στο αγέρωχο πέταγμα των γλάρων σχιστά πάνω από το θαλασσινό νερό; Δεν νιώθεις το βαθύτερο νόημα όταν ο χτύπος της καρδιάς σου μπερδεύεται με το κελάηδημα των πουλιών;

Γυναίκα της νύχτας

Ω γυναίκα της νύχτας που σαν τις Πλειάδες ιππεύεις τον νυχτερινό ουρανό

Ω γυναίκα της δροσιάς

Που μέσα στις πευκοβελόνες ξυπνάς

Το ψυχρό σου δέρμα ο αέρας χτύπα

Και ερωτεύεται ξαφνικά

Ω κόρη της ομορφιάς και του έρωτα που τα δύο σου μάγουλα λαχταρώ

Ω νύμφη του δάσους και των πηγών που την πόλη εξερευνείς

Σαν το απαλό μαντήλι ακουμπάς το σώμα και το διεγείρεις

Όπως τα αστέρια μαγεύουν τα παιδιά, η όψη σου μαγεύει τους άντρες

Ω λεπτή μορφή στης θάλασσας τα κύματα, πως του φεγγαριού το φως σε λούζει έτσι ;

Ω της ομορφιάς κόρη ποιος είναι ο σκοπός σου ;

Χάνεσαι μέσα στην νύχτα μα ξέρω πως θα σε ξαναδώ …

Ωδή στην ομορφιά

Είσαι…

Μαγευτική σαν την λάμψη του διαμαντιού κάτω από την Σελήνη

Όμορφη σαν την παραδεισένια θάλασσα κατά την ανατολή

Σαγηνευτική σαν το βλέμμα της πιο όμορφης νύμφης

Απαλή σαν το φτερούγισμα μιας νεράιδας

Μυστηριώδης σαν το μυστικό πέρασμα των ονείρων μου

Λαμπερή σαν την αντανάκλαση του ήλιου στο κρυστάλλινο νερό

Εκδηλωτική σαν το χτύπημα του κεραυνού

Ξεχωριστή σαν το πιο σπάνιο ρουμπίνι

Ακαταμάχητη σαν τα σμαραγδένια βέλη του έρωτα που σχίζουν την καρδιά μου

Για σένα

Για σένα λάμπουν τα άστρα κρυμμένα στον σκοτεινό ουρανό

Για σένα παίρνει ο ήλιος τον γυρισμό πίσω από την λίμνη του σκοταδιού

Για τον ματιών σου την όψη φτιάχτηκε ο γαλάζιος ουρανός που απάνω στο πέλαγος χορεύει

Για την περιφανή κορμοστασιά σου δέθηκε φύση και νερό

Έτσι απλά, όλα για σε δω υπήρξαν, για να δω τις κόρες των ματιών σου που μου ζητούν δειλά το χέρι να σου πιάσω

Που μου ζητούν για χάρη τους στα κόκκινα χείλη σου να βυθιστώ

Μην στέκεσαι καλή μου, τρέξε και του ουρανού τα άστρα κάνε στολίδια σου

Τρέξε και της καρδιάς μου το αίμα χύσε στην θάλασσα του έρωτα

Τρέξε και έλα στην αγκαλιά μου…

Φωτεινή

Ω γυναίκα της μνήμης που τις στιγμές αγγίζεις

Ω γυναίκα της λύπης που δάκρυ από την αιώνια πηγή πηγάζει

Ω γυναίκα της χαράς που με την λάμψη σου το σώμα ανασταίνεις

Γυναίκα του διαμαντιού που με την μοναδικότητα σου την ψυχή μου λειαίνεις

Ω ελάφι της δροσιάς και του σκότους που με τα μάτια σου τους φόβους μου αντικρύζεις

Πνεύμα της ψυχής που από του αέρα τα ύψη με παρατηρείς

Πως η φωνή σου μπορεί τον πόνο να ελαττώσει ;

Πως η φωνή σου το κελάηδημα συνοδεύει και την ψυχή μου ημερεύει ;

Πως το άγριο θηρίο στην όψη σου την καρδιά του σου παραδίδει ;

Πως το πέταγμα του γλάρου την καρδιά σου συνοδεύει ;

Πως την στιγμή ο λόγος σου αρπάζει και στης δόξας το σκήπτρο την αφήνει;

Πως οι μήνες και τα χρόνια ύψος σου δίνουν ;

Μα ποιο ύψος σου δίνουν ;

Όχι, δεν είναι το ύψος του σαγηνευτικού σου σώματος που στα μάτια μου ξεχωρίζει

Είναι το ύψος της ψυχής που καλά κατέχεις και ακολουθείς μέσα στου δάσους την αυγή

Πως η αυγή της ψυχής σου το ύψος αγγίζει και σε άλλους ουρανούς σε οδηγεί ;

Πως το λεπτό σου χέρι μπορεί και σηκώνει της ψυχής μου το βάρος ;

Ω γυναίκα της ζωής που το θάνατο μελετώ

Γυναίκα της σκοτεινής φύσης που το άγγιγμα σου φωτίζει

Βλέπω το φύσημα του αέρα που εσύ μου στέλνεις και τα πανιά της ψυχής μου γεμίζουν

Ρέω πάνω στο νερό της σκέψης και μακριά από την αγνωσία σπεύδω

Τι άραγε ο σκοτεινός ωκεανός της σκέψης κρύβει στα αχανή βάθη του

Όχι λοιπόν, το να πλέω στην επιφάνεια δεν είναι αρκετό.

Δώσε μου την δύναμη στα βάθη να χαθώ !

Από το φως να χωριστώ

Και στης γνώσης την αγκαλιά να βρεθώ !

Μόνο με την εύνοια των νόμων της αιωνιότητας στο πέρασμα αυτό θα βρεθώ

Την πόλη άφησε και ακολούθησε με στο δάσος που με πείρα καταλαβαίνεις

Σαν νύμφη του νερού, περνά με τα γυμνά σου πόδια του ποταμού τα νερά

Βοήθησε με στης προγόνου μου, Αρμονία, την εστία να βρεθώ

Μύθοι και Λαοί πολλοί για την εστία στου δάσους τα βάθη μιλούν

Εσύ που την αρμονία κατέχεις και στου ωραίου την μέθεξη μετέχεις

Ευρώπη

Ω κόρη των ουρανών και τον βουνών

Ω γη που στους αιώνες την δόξα ξανάαντικρύζεις

Ω ψυχή που στους λαούς ζεις και την γαλήνη συναντάς

Γλώσσα που με χίλιες ιδέες σε χίλιους άνδρες μιλάς

Ευρώπη της Αθήνας και της Στοκχόλμης

Ευρώπη της Βιέννης και της Μόσχας

Ω Ευρώπη του πολιτισμού άνθος

Ω Ευρώπη φύσης παιδί και ζωγράφε

Πως τα βουνά τον Ουραλίων κοιτάζουν το νερό της Μεσογείου

Πως τα φιόρδ πιάνουν τον χορό με το ξερονήσι του Αιγαίου και το αποπλανούν

Πως η ζέστη το κρύο ανταμώνει

Πως η χλόη στην θάλασσα το αλάτι αρπάζει και την όψη της στολίζει

Πως η αλεπού το χωριό μελετά και στον πέτρινο τοίχο παραμονεύει

Πως το μάτι μου αγναντεύει την όμορφη αυτή ήπειρο της δόξας και του χάους

Ευρώπη που την καρδιά μου στο πνεύμα μου μεταφέρεις

Ευρώπη του Αρκτικού σκοταδιού

Ευρώπη που στου Αυγούστου το βράδυ το πρόσωπο μου αναζητάς

Ω γυναίκα που άπειροι ηγεμόνες σε αναζητούν και τα παιδιά σου για σένα λογομαχούν

Φωνή που στα βάθη της ψυχής μου το κενό αντικαθιστάς

Ω Ευρώπη σε αγαπώ, μην με εγκαταλείψεις

Ρωμαϊκό ερείπιο

Ω Καίσαρα που στου κήπου το κέντρο με το όνομα σου τα μάτια τραβάς

Ω γυναίκα της φύσης που στην επιγραφή μπροστά στέκεις

Τι διαβάζεις στην παγωμένη στιγμή ;

Που τα δύο σου μάτια πέφτουν ;

Στον Αέλιο που κάτω από την Άκανθο καλύπτεται

Ω πως ανθρώπου χέρι τόλμησε το κιανοκρανο να βλάψει ;

Η μαρμάρινη Άκανθος ερωτεύεται το πράσινο και φυτό θέλει να γίνει

Φύση που το μάρμαρο περικλείεις

Φύση που τον Καίσαρα αγκάλιασες

Φύση πως των πουλιών οι ήχοι την ατμόσφαιρα τονίζουν ;

Πως το βλέμμα στα ουράνια τραβούν ;

Πως την καρδιά μου διεκδικούν ;

Η δύση πλησιάζει, οι άνθρωποι φεύγουν μα η φύση σαν φρουρός στιγμή δεν φεύγει

Την ύπαρξη μου να ξαναδεί προσμένει

Γυναίκα και φύση

Ω γυναίκα της ζωής που την στιγμή κερδίζεις

Νύμφη των ανέμων που την θάλασσα λατρεύεις

Νύμφη της αγριελιάς που τα φύλα της στα μαλλιά σου πλέκεις

Πως η λεπτή μορφή σου στα κλαδιά της αιώνιας ελιάς γέρνει έτσι ;

Πως τα βλέφαρα σού πέφτουν μαζί με τους χτύπους της καρδιάς μου ;

Πως το σκληρό και ξεραμένο χώμα τρίβει τα λευκά σού πόδια ;

Πως κερδίζεις της εύνοια των ανέμων με μια σου ματιά ; Με τι μέσο ;

Είναι άραγε τα μαλλιά σου που πέφτουν πίσω όπως το παρελθόν ;

Είναι το κορμί σου που στα νερά του ποταμού βουτά ;

Ή είναι τα μαλλιά σου που στης λίμνης την αρχή στέκονται απλωμένα ;

Πες μου και εγώ θα ακούσω

Πες μου και εγώ θα νιώσω τον χτύπο της καρδιάς σου που στροβιλίζεται γύρο από τον κορμό της βελανιδιάς

Πες μου και εγώ θα πιστέψω την δόξα που η φύση φέρνει με την αναπνοή σου

Πες μου και εγώ θα αγγίζω αυτό που οι χίλιοι άρχοντες δεν πρόλαβαν να δουν

Πες μου και οι Πλειάδες στα μάτια σου θα υποβληθούν

Ομορφιά

Ω αιθέρια ύπαρξη που το βλέμμα έλκεις και τον χρόνο σου μας χαρίζεις

Ω ομορφιά που στης φύσης τον μυστικό ναό κρύβεσαι

Ω ομορφιά που την αρμονία στο χάος επιβάλεις

Ω ομορφιά που την Φωτεινή προικίζεις έτσι

Πως τολμάς τέτοια αδικία να προκαλέσεις ;

Πως στην φύση θα απολογηθεί για τούτο το ατόπημα που την καρδιά μου έχει κρατήσει ;

Πως το δέρμα της μοιάζει με φύλλο στου αέρα τα χέρια ;

Πως τα χείλη της την λάβα του ηφαιστείου καλύπτουν ;

Πως τα μάτια της τον γαλαξία δένουν ;

Πως το σύμπαν στον χρόνο συνοδεύουν ;

Μα πως έφτιαξες αυτή την ύβρη ;

Την ύβρη απέναντι στους άλλους

Πως τους αφήνεις να ρέουν σαν νερό προς αυτή ;

Πως τέτοιο κακό έκανες ;

Πως την παγίδα των ανδρών με τέτοια τελειότητα έφτιαξες ;

Πως το βλέμμα της την καρδιά μου συνθλίβει και στον αγέρα την σκορπίζει ;

Πως του φεγγαριού το φως τα χρυσά μάγουλα της φωτίζει έτσι ;

Πως της νύχτας το σκοτάδι την καλύπτει σαν βασιλικό πέπλο ;

Πως της θάλασσας το νερό των ανθρώπων τα αγγίγματα από πάνω της βγάζει ;

Πως καλύτερα και από τον Ναπολέοντα κατακτάς νέα εδάφη στου μυαλού μου τα βάθη ;

Πως το στήθος σου πάλλεται σαν τα φτερά του γερακιού που στο θήραμα του ορμά;

Είναι

Είναι του ουρανού τα άστρα που χορεύουν στην αγκαλιά σου ή είσαι όντως κόρη του σκότους

Είναι του μυαλού μου οι γραμμές που με μαεστρία σε περιτριγυρίζουν ;

Είναι το χέρι σου αυτό που τον αγέρα σταματά ;

Είναι του μυαλού σου η δόξα που με υποτάσσει ;

Είναι του κορμιού σου το πυρ που τον κόσμο θερμαίνει ;

Είναι του ποδιού σου η άκρη αυτή που τρύπα τα σωθικά μου σαν ατσαλένιο σπαθί ;

Είναι των μαλλιών σου ο χορός που την φύση θεραπεύει ;

Είναι του ματιού σου το χρώμα που ταράζει της θάλασσας τα νερά ;

Είναι της καρδιάς μου ο χτύπος που πλέκει το εγκώμιο της ψυχής σου ;

Είναι του φεγγαριού η λάμψη ή των ματιών σου η περιέργεια που μου πιάνει το παγωμένο χέρι ;

Είναι του κόσμου η ώρα ή της ομορφιάς σου η πύλη έχει ανοίξει ;

Η Ελιά (Επηρεασμένος από τον σκοτεινό Ντοστογιέφσκι)

Ελιά στης αγοράς το κέντρο που τον ναό σαν τα άστρα συνοδεύεις

Ελιά που στου φύλου σου την ηρεμία αναπαύεται η σκόνη των αιώνων

Πως των ανθρώπων την παρουσία βλέπεις;

Πως τον ανθρώπων τις σκέψεις προβλέπεις ;

Είναι τα χρόνια σου και η ζωή μέσα στους αιώνες ;

Είναι τα λεπτά σου φύλλα που στου αγέρα τον Ρυθμό λικνίζονται ;

Είναι του Ανδριανού η αγνή παρουσία που από τούτο εδώ τον έρημο κόσμο σε παίρνει ;

Μα πως τον κόσμο έρημο τον θεωρείς ;

Πες το πιο δυνατά, φώναξε το, οι γλάροι να σε ακούσουν, τα δέντρα να σε νιώσουν

Κάνε τους ανθρώπους να κλείσουν τα αυτιά τους, κάνε τον ήχο σου μαρτύριο

Ναι, το βλέπω ολόγυρα μου

Των προγόνων σου ακούω την κραυγή

Παντού και αιώνια αντηχεί

Τρομαγμένοι άνθρωποι από αυτή παλεύουν να ξεφύγουν

Θα μπορέσουν από την μοίρα να χαθούν;

Από του δέντρου την σκιά να κρυφτούν ;

Από της κραυγής την οργή να καλυφθούν;

Από της δόξας τα παθήματα και της πολιτείας τα μαρτύρια;

Πες μου ελιά που για χρόνια την θέση σου κρατάς

Δεν φοβάσαι μήπως του ανθρώπου η κατάρα σε ξεριζώσει

Μα πως δεν φοβάσαι, δεν είσαι και εσύ ελιά που κάποτε θα πεθάνει;

Εσύ της σιωπής σου δίνεις χρυσό και κρυστάλλινο νόημα και αξία

Δώσε και σε μένα την σιωπή σου

Κάνε και την δικιά μου σιωπή αέρινη σαν την δικιά σου

Δως’μου του Άγγελου την δύναμη

Μα πως βρίσκεις την δύναμη να αρνηθείς

Πως του μόνου ανθρώπου που σε αγαπά την αγάπη αρνείσαι

Πως της δοξασίας πόθος γίνεσαι

Μα ποιος την δοξασία αυτή κάνει και ποιος στο βιβλίου του φωτός την γράφει

Με γράμματα από σμαράγδια γράφει της σιωπής σου τα νοήματα

Πως του στεγνού ποταμού το νερό αρπάζεις ;

Μα την άδικη οργή απάντησε μου !

Φύση

Φύση που στης δροσιάς την όψη κρύβεις της σκέψης την αυγή

Φύση που της κραυγής τον πόνο ημερεύεις

Δοξασία που στης ζωής την άκρη τον άνθρωπο αρπάζεις

Πίστη που στους δρόμους της γνώσης ελπίζω να οδεύεις

Φύση που στου δένδρου τον κορμό την μορφή σου χαράζεις

Φύση που την ψυχή κάνεις την ηρεμία να αναζητά

Φύση που με την αγριάδα και την ψύχρα την γλυκιά καρδιά καλύπτεις

Πως του δένδρου η σκιά τις ζωντανές ψυχές καλύπτει;

Πως των ματιών μου την δύναμη αλλάζει;

Πως τον πίνακα αλλάζει και τον άνθρωπο συναρπάζει;

Πως της δόξας την δύναμη καλύπτει;

Πως της αδικίας τον κύκλο λύνει;

Πως τον λόγο φέρνει;

Πως την ηρεμία στην σκέψη προσφέρει ;

Πως την λύση στην ύπαρξη δίνει και της ψυχής τον πόνο απαλύνει;

Φύση που την κάθε λέξη μου ακούς

Φύση που την ανάσα μου στο ψυχρό σου δέρμα νιώθεις

Φύση που στης χαραυγής την γιορτή των κόσμο καλείς

Φύση που του βασιλιά την σιγουριά στον Τάρταρο σκορπίζεις

Φύση που του πρίγκηπα το περπάτημα αλλάζεις

Φύση που το όνειρο μου από την σκέψη αγγίζεις και τα βλέφαρα μου κλείνεις

Φύση που το κρύο σου με φοβίζει

Μα να η νύμφη, η κόρη σου την αγάπη προϋπαντήζει

Φύση ξέρω πως την φωνή μου ακούς

Με όλη μου την ψυχή σε παρακαλώ

Με όλη μου την σκέψη σε εκθειάζω

Με όλο μου το σώμα σε ακολουθώ

Η τύχη

Ω τύχη που σαν πνεύμα στων ποιητών τα όρη γυρνάς

Ω τύχη που στης ομορφιάς τον φόβο κρύβεσαι

Ω τύχη που τους ανθρώπους με την λεπίδα σου χαράζεις

Ω τύχη πως με το πικρό σου σώμα το βλέμμα μου αλλάζεις

Τύχη γυμνή και αόρατη απ’τα πιο μικρά χωριά διαβαίνεις

Τύχη που την χαρά και την λύπη κυριεύεις

Ω τύχη που στου ουρανού τα άστρα ανύπαρκτη είσαι

Μόνο στου ανθρώπου την ροή την δύναμη σου δείχνεις

Μόνο του ανθρώπου την πίστη καταδιώκεις σαν τον άγριο θηρευτή

Τα λευκά σού δόντια σαν καρφιά στέκουν πάνω απ’τον πάγο

Ούτε θήραμα στους αιώνες δεν χάνεις

Το βήμα σου γοργό και σταθερό πίσω μου στέκει

Η φωνή σου δεν υπάρχει μα στο μυαλό μου τα πιο άγνωστα λόγια βάζει

Η δίψα σου για αλλαγή απ’των ανθρώπων την σκέψη ηρεμεί

Πως του κόσμου η καταχνιά σε κρύβει έτσι;

Πως του ανθρώπου ο φόβος σαν πέπλο σε καλύπτει;

Είσαι όμορφη σαν του λουλουδιού η δροσιά ή άσχημη σαν του κενού η δόξα;

Είσαι του καλού σκοπός ή της παραφροσύνης όπλο;

Περπατώ μα δεν φοβάμαι μην σε χάσω, πάντα πίσω μου θα στέκεις

Δροσιά

Ω γυναίκα της δροσιάς και της λάμψης που με τα γλυκά σου μάτια τους αιώνες αγναντεύεις

Ω τι τρομερό ; Ακόμα και το ψύχος το βλέμμα σου θερμαίνει

Ακόμα και το χιόνι με το βλέμμα σου λιώνει και σε προσμένει

Σαν το άστρο λάμπεις και το σκότος τρύπας

Ω ναι, το σκότος νικάς

Ω ναι, την λάμψη σκορπάς

Ω, τι καιρός και αυτός ;

Καιρός της λάμψης και του ψύχους

Καιρός του δάσους και της ερήμου

Καιρός της στάχτης και του φοίνικα

Βλέμμα λεπτό σαν την πευκοβελόνα στο έδαφος πέφτεις με σεμνότητα

Δροσιά ΙΙ

Ω Βλέμμα της γνωστής Φωτεινής

Πως λάμπεις έτσι την ώρα της χαραυγής ;

Ω πριγκίπισσα του σκότους και των άστρων

Πως το ελάφι σε υπακούει έτσι;

Είναι τα μάτια σου ;

Είναι το απαλό σου χέρι που όμορφοι λίθοι κοσμούν;

Είναι η απαλή αναπνοή σου που τραντάζει τον ήρεμο αέρα ;

Ω δεν ξέρω, μου αρκεί την γνώση να εξερευνώ

Η σκέψη

Η σκέψη από ηλιόλουστα λιβάδια σε σκοτεινές θάλασσες περνά

Από τα δέντρα και των φυτών τις σκιές στης αλεπούς την κρυψώνα περνά

Είναι ο άνθρωπος, είναι η τύχη ή του Θεού το χέρι που την έπλασε;

Πως απ’ το φως στο σκότος περνά και στο φως ξανά γυρνά ;

Πως απ’ τα ψηλά ορμά στα χαμηλά και με ζόρια ξανά γυρνά ;

Πως σαν φύλλο δέντρου αφήνετε στον αέρα και σε άλλους τόπους πετά;

Πως σαν τον πιο πολύτιμο λίθο μένει κρυμμένη ;

Πες μου φωνή της γνώσης και εγώ θα σε ακούσω

Ήσουν

Ήσουν ένα όνειρο που έλαμψε μαζί με τα άστρα μια νύχτα του χειμώνα

Ήσουν ένα βιολί που έκανε την καρδιά να πετά ψηλά στον παράδεισο

Ήσουν ένα Βαλς που έκλεινε τον κύκλο της ζωής

Ήσουν της νύχτας η κόρη που βούτηξε βαθιά μέσα μου

Ήσουν το τελευταίο αντίο πριν το μεγάλο φινάλε της μοίρας

Ήσουν ένα φιλί πριν τον αποχωρισμό του έρωτα

Ήσουν η γυναίκα που με έκανε να την ακολουθήσω στην άβυσσο του έρωτα

Ήσουν, μα θα είσαι ;

Με ένα βαλς

Με ένα βαλς στην άκρη του βουνού χαιρετώ την ζωή

Την ζωή που μου χάρισε αυτή την στιγμή μαζί σου

Την ζωή που μου επέτρεψε να δω ένα πλάσμα σαν και εσένα

Την ζωή που μου επέτρεψε να χαθώ μέσα στο γαλάζιο φόρεμα σου

Έτσι ήρεμα, έτσι απαλά, χάνομαι από την ζωή με σένα στην μνήμη μου, την μόνη μου ανάμνηση

Είσαι (ΙΙ)

Είσαι του ωκεανού ο αφρός που σαν θεϊκό σημάδι απλώνεσαι από άκρη σε άκρη

Είσαι ανώτερη και άπτου του διαμαντιού την λάμψη, έχεις της ίδιας της ζωής την λάμψη

Είσαι του ανέμου η χαμένη ερωμένη και θα φυσά μέχρι να σε βρει ξανά

Είσαι του πεύκου η κόρη που του κορμιού της η λεπτή γραμμή στην πευκοβελόνα ομοιάζει

Είσαι του ποταμιού η αδελφή που έπαιζε γυμνή στα λευκά νερά της ομορφιάς

Είσαι αξέχαστη σαν το άρωμα της φύσης που έρχεται στην ζωή, σαν το άρωμα της άνοιξης

Είσαι της καρδιάς μου ο κρυφός πόθος

Άγγιξε με

Άγγιξε με όπως η γοητεία σου άγγιξε το σώμα μου

Άγγιξε το μάγουλο μου με τα χείλη σου όπως σε φαντάζομαι όταν η ώρα φτάνει στο τέλος

Δες τα μάτια μου που σε αναζητούν στου δάσους τις σπηλιές

Άγγιξε τον πόνο μου όταν σε χάνω, όταν χάνω το δώρο της ζωής

Άγγιξε την ομορφιά και φέρε την στα μέτρα σου

Δώσε μου μια στιγμή με το λαμπερό βλέμμα σου που σαν ήλιος την μέρα μου φωτίζει

Γυναίκα των νυκτών

Ω γυναίκα των νυκτών που τα θεριά γλυκαίνεις

Πως της νύχτας η ανυπαρξία σε τυλίγει σαν μετάξι από άκρη σε άκρη ;

Πως του φεγγαριού το κρυστάλλινο φως κοσμεί το παγωμένο δέρμα σου που σαν τοίχος στέκει στον δρόμο της καρδιάς μου ;

Πως της καρδιάς σου τα παιχνίδια γυρεύουν την ψυχή μου και πως του σκοταδιού η όψη στέκει φύλακας;

Μα είναι δυνατόν των ματιών σου το συναίσθημα σαν φλόγα να καίει κάθε τι άλλο πέρα από εσένα στο μυαλό μου ;

Μα πως μπορείς και την Άνοιξη ακόμα να ξεπερνάς στης ζωής το μέτρο ;

Ποιος σου δίδαξε της λύπης τα χάδια και της χαράς τους χορούς ;

Είν’ Άνθρωπος ή του σκοταδιού πλάσμα;

Ευρώπη ΙΙ

Ω Ευρώπη γη των θεών και της ζωής

Από τα Ουράλια μέχρι τα νερά του Αιγαίου το ιερό φως σε αγγίζει

Από την οργή του Ατλαντικού στην Μεσόγειο του Βορρά των ανθρώπων οι καρδιές το πνεύμα σου κρατούν

Από τις δόξας σου το παλάτι στις ομορφιάς σου τον βωμό

Από της τόλμης σου τα ύψη στης μάχης σου τα όνειρα

Από την Αθήνα στην Βιέννη, από το ένα σπίτι του πνεύματος στο άλλο

Από την κρύα Μόσχα στην ηλίου κόρη Βαρκελώνη

Ευρώπη στο μέλλον προχωρά και πίσω σου κράτα με, μικρό πιστό ακόλουθο ημίθεας γυναίκας

Η νίκη

Νίκη που απ’της φύσης τα φτερά πετάς

Νίκη που στων ανδρών τα στήθη στέκεις

Νίκη που στης φλόγας την κόκκινη ροή ξυπνάς